- όπου
- και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου)(αναφ. επίρρ.)1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.)2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση (α. «ευθύς οπού θελήσεις είμαι στις διαταγές σου» β. «σιγᾱν θ' ὅπου δεῑ καὶ λέγειν τὰ καίρια», Αισχύλ.)νεοελλ.1. (κυρίως στον τ. οπού) αυτόν που («ο Θεός οπού αγαπά παιδεύει», παροιμ. φρ.)2. φρ. α) «όπου κι αν είναι θα φανεί» ή «όπου και νά 'ναι θα φανεί» ή «όπου κι αν είναι έφτασε» — σε λίγη ώρα θα έλθειβ) «όπου μάς βγάλει η άκρη» — λέγεται σχετικά με πολύ παράτολμη απόφασηγ) «όπου φύγει φύγει» — με βιασύνη, τροχάδηνδ) «όπου κι όπου» — από στιγμή σε στιγμήαρχ.1. (σπαν. ως αιτιολογικό) αφού, επειδή2. (με διάφ. μόρια) α) ὅκου δήσε κάποιο μέρος, κάπουβ) ὅπου (περ) ἄν (με υποτ.), ὅπου περ(με ευκτ.) οπουδήποτεγ) ὁπουδάνοπουδήποτεδ) ὁπουοῡνσε οποιοδήποτε τόπο και αν3. (σε πλάγ. ερωτ.) πού; («μάθοιμ' ὅπου τὰ τοῡ τυράννου δώματ' ἐστὶν Οἰδίπου;», Σοφ.)4. φρ. α) «ἔσθ' ὅπου» — σε κάποια μέρη, κάπουβ) «οὐκ ἔστιν ὅπου» — πουθενάγ) «οὐκ ἔσθ' ὅπου» — σε καμία περίπτωσηδ) «ὅπου μέν... ὅπου δέ...» >(ως δεικτ.) εδώ μεν... εκεί δε...ε) «ὅπου γε»(αντί τού ἅτε δή, οἷα δή) επειδήστ) (σε ερωτ.) «ἔστιν ὅπου;» — υπάρχει περίπτωση κατά την οποία;[ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφ. επίρρ. ὅπου έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και το ερωτ. επίρρ. ποῦ (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα βλ. λ. πο-].
Dictionary of Greek. 2013.